- ολιγαιμία
- η (Α ὀλιγαιμία)η ιδιότητα τού ολιγαίμου, η έλλειψη επάρκειας αίματος, ποσοτική ανεπάρκεια αίματοςνεοελλ.ιατρ. ελάττωση τής ολικής ποσότητας τού κυκλοφορούντος αίματος χωρίς επηρεασμό τού αριθμού τών αιμοσφαιρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγαιμος. Η λ. ως επιστημονικός όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oligemia).
Dictionary of Greek. 2013.